σκακιστικός

σκακιστικός
-ή, -ό, Ν [σκακιστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάκι ή στον σκακιστή («σκακιστικοί αγώνες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατ — το άκλ. (σκακιστικός όρος) ισοπαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patta «εγκατάλειψη, απαλλαγή» (< λατ. pactum «συμφωνία, όρος, συνθήκη»)] …   Dictionary of Greek

  • ματ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. όχι γυαλιστερός: Φωτογραφία ματ. 2. σκακιστικός όρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”